- ἐλλείπομεν
- ἐλλείπωleave inpres ind act 1st plἐλλείπωleave inimperf ind act 1st pl (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ελλείπω — (AM ἐλλείπω) λείπω από ένα σύνολο, δεν υπάρχω μσν. νεοελλ. (το ουδ. μτχ. ως ουσ.) τα ελλείποντα οι ελλείψεις αρχ. 1. εγκαταλείπω 2. καθυστερώ καταβολή οφειλομένων 3. παραλείπω 4. αποδεικνύομαι ελλιπής 5. είμαι πολύ μικρός 6. (με γεν. πράγματος)… … Dictionary of Greek